θαλασσοδέρνω — και θαλασσοδέρνομαι θαλασσόδειρα, θαλασσοδάρθηκα, θαλασσοδαρμένος 1. χτυπιέμαι από τη θάλασσα, κινδυνεύω να πνιγώ: Οι ναυαγοί θαλασσόδερναν δυο μερόνυχτα. 2. αντιμετωπίζω αντίξοες συνθήκες, χτυπιέμαι από τη μοίρα: Θαλασσοδαρμένη ζωή. 3. δεν μπορώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek
δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… … Dictionary of Greek
θαλασσοδαρμένος — η, ο βλ. θαλασσοδέρνω … Dictionary of Greek
θαλασσόδαρτος — η, ο 1. αυτός που έχει κινδυνεύσει στη θάλασσα 2. αυτός που έχει υποστεί πολλά ατυχήματα στη ζωή του, που έχει αντιμετωπίσει πολλές αντίξοες περιστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσοδέρνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιάκ. Πολυλά] … Dictionary of Greek
θαλασσομαχώ — θαλασσομάχησα 1. ναυμαχώ. 2. θαλασσοδέρνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)